ζωοφάγος — ο (Α ζῳοφάγος, ον) αυτός που τρώει κρέατα ζώων, ο σαρκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον, αόρ. του εσθίω*] … Dictionary of Greek
ζῳοφάγων — ζῳόφαγος carriivorous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοφαγώ — (Α ζῳοφαγῶ, έω) [ζῳοφάγος] τρώγω σάρκες ζώων ή ζωική τροφή, είμαι ζωοφάγος … Dictionary of Greek
zoófago — (Del gr. zoon, animal + phago, comer.) ► adjetivo/ sustantivo ZOOLOGÍA Que se alimenta de materias animales: ■ insecto zoófago. * * * zoófago, a (del gr «zōophágos») adj. y n. Zool. Se aplica al organismo que se alimenta de sustancias animales. ⇒ … Enciclopedia Universal
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωοφαγία — (AM ζῳοφαγία, Μ και ζωοφαγεία) [ζωοφάγος] το να τρώει κάποιος ζωική τροφή ή ζώα, σαρκοφαγία, κρεοφαγία, αντίθ. τών φυτοφαγία, χορτοφαγία, καρποφαγία … Dictionary of Greek
zoófago — zoófago, ga (Del gr. ζῷοφάγος). adj. Zool. Que se alimenta de materias animales. Insecto zoófago. U. t. c. s.) … Diccionario de la lengua española